- χραισμήτωρ
- -ορος, ὁ, ΜΑ1. βοηθός, προστάτης, υπερασπιστής2. εκκλ. προσωνυμία τού Ιησού Χριστού.[ΕΤΥΜΟΛ. < χραισμῶ «προστατεύω, βοηθώ» + κατάλ. -τωρ (πρβλ. γεννή-τωρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χραισμήτορα — χραισμήτωρ protector masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χραισμήτορι — χραισμήτωρ protector masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)